- θωρακοπλαστική
- ο мед. торакопластика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θωρακοπλαστική — η ιατρ. εκτομή αριθμού πλευρών για να επιτευχθεί η σύμπτωση τών τοιχωμάτων ενός υποκείμενου πνευματικού σπηλαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. thoracoplastie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + plast (πρβλ. πλαστ ική) + κατάλ. ie] … Dictionary of Greek
θωρακοπλαστική — η (ιατρ.), πλαστική εγχείρηση στο θώρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
πλευρεκτομή — και πλευρεκτομία, η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρης πλευράς, σε θωρακοπλαστική, σε εγχειρήσεις τών επινεφριδίων κ.ά. χειρουργικές επεμβάσεις … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek